- ἔαρ
- ἔᾰρ1 spring
φοινικανθέμου ἧρος ἀκμᾷ P. 4.64
εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ θυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φοινικανθέμου ἧρος ἀκμᾷ P. 4.64
εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ θυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔαρ — spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έαρ — (I) το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ) 1. η άνοιξη 2. ομορφιά αρχ. 1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου») 2. φρ. α) «ἔαρ θ ὁρόωσα» με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα β) «γενύων... ἔαρ» το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων γ)… … Dictionary of Greek
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ. — См. Одна ласточка весны не делает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εἶαρ — ἔαρ spring neut voc sg (epic) ἔαρ spring neut acc sg (epic) ἔαρ spring neut nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦρ — ἔαρ spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρι — ἔαρ spring neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρος — ἔαρ spring neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐάρων — ἔαρ spring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρι — ἔαρ spring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρος — ἔαρ spring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρεσιν — ἔαρ spring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)